οἷος, οἵα, οἷον

οἷος, οἵα, οἷον
+ R 2-1-0-6-10=19 Gn 41,19; 44,15; 1 Kgs 18,13; Jb 33,27; Est 2,1
such Gn 44,15; of what kind 1 Kgs 18,13
οἷος ... τοιοῦτος ... such ... that ... (correl. adj.) Gn 41,19

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… …   Dictionary of Greek

  • οιάπερ — οἷάπερ (Α) παρά το γεγονός ότι, μολονότι, αν και. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἷα, ουδ. τής αναφ. αντων. οἷος, οἷα, οἷον + περ (πρβλ. επείπερ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”